απλοϊκός

απλοϊκός
η , ό[ν] простой, простоватый, наивный; глуповатый

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "απλοϊκός" в других словарях:

  • ἁπλοικός — simple masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • απλοϊκός — ή, όν (Α ἁπλοϊκός, ή, όν) απλός στους τρόπους, φυσικός, ανεπιτήδευτος νεοελλ. αφελής, υπερβολικά αγαθός …   Dictionary of Greek

  • απλοϊκός — ή, ό επίρρ. ά αφελής, απονήρευτος, εύπιστος: Τον είδε απλοϊκό και θέλησε να τον εξαπατήσει …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἁπλοικά — ἁπλοικός simple neut nom/voc/acc pl ἁπλοικά̱ , ἁπλοικός simple fem nom/voc/acc dual ἁπλοικά̱ , ἁπλοικός simple fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁπλοικῶν — ἁπλοικός simple fem gen pl ἁπλοικός simple masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁπλοικόν — ἁπλοικός simple masc acc sg ἁπλοικός simple neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αγαθιάρης, -α, -ικο — απλοϊκός, κουτός: Ήταν αγαθιάρης κι όλοι τον κορόιδευαν …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἁπλοικαί — ἁπλοικός simple fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁπλοικοί — ἁπλοικός simple masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁπλοικοῦ — ἁπλοικός simple masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁπλοικούς — ἁπλοικός simple masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»